κυμινέλαιο

κυμινέλαιο
το
χημ. ελαιώδες διαυγές υγρό άχρωμου ή κιτρινωπού χρώματος με οσμή κυμίνου και αρωματική γεύση καρυκεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cumin oil (< αρχ. αγγλ. cymen < λατ. cuminum < κύμινον) + oil (< μσν. αγγλ. oile < λατ. oleum < ἔλαιον). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Ό. Α. Ρουσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυμινικός — ή, ό χαρακτηρισμός διαφόρων χημικών ενώσεων που προέρχονται από το κυμινέλαίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”